- τέρψεις
- τέρπωdelightaor subj act 2nd sg (epic)τέρπωdelightfut ind act 2nd sgτέρψιςenjoymentfem nom/voc pl (attic epic)τέρψιςenjoymentfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
νεοτερπής — νεοτερπής, ές (Α) 1. αυτός που παρέχει ή αυτός που προξενεί νέες τέρψεις 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νεοτερπές με νέο και ασυνήθιστο τρόπο τέρψης, απόλαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] … Dictionary of Greek
χαρτός — ή, όν, ΜΑ (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρτά χαρές, τέρψεις αρχ. 1. χαρμόσυνος («οὐδὲν τερπνὸν οὐδὲ χαρτόν», Πλούτ.) 2. (για πρόσ.) αγαπητός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαρτόν η χαρά. επίρρ... χαρτῶς ΜΑ με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* +… … Dictionary of Greek
Καρπίνσκι, Φραντσίσεκ — (Franciszek Karpinski, 1741 – 1825). Πολωνός ποιητής. Εκπρόσωπος του θρησκευτικού και αισθηματικού λυρισμού, ο K. κατάφερε να εκφράσει με το έργο του τον ερωτισμό, πλαισιωμένο με ωραίες εικόνες της φύσης. Αντλώντας τα θέματά του από τις συνήθειες … Dictionary of Greek
Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε … Dictionary of Greek